- ποδδατέομαι
- ποδ-δᾰτέομαι, [dialect] Dor. for προσδατέομαι,A assign, in [tense] aor.
ποτεδασσάμεθα Tab.Heracl.2.54
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ποτεδασσάμεθα Tab.Heracl.2.54
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ποδδατέομαι — Α (δωρ. τ.) προσδατέομαι*, ορίζω, εκχωρώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < πόδ, βοιωτ. τ. τού ποτί* «προς» + δατέομαι «μοιράζω, χωρίζω»] … Dictionary of Greek